- κεραμοκρύσταλλο
- τοείδος γυαλιού που παρασκευάζεται από θραύσματα γυάλινων αντικειμένων μετά από θραύση μέσα σε θραυστήρα, τήξη σε κάμινο μέχρι 1300°C, διαμόρφωση υπό μεγάλη πίεση και βραδεία ψύξη και που χρησιμοποιείται για επίστρωση χειρουργείων, διαδρόμων, υπόγειων σταθμών κ.λπ. επειδή είναι πολύ ανθεκτικό και μπορεί να πλένεται με ισχυρά απολυμαντικά.
Dictionary of Greek. 2013.